Βαδίζω στα λιθόστρωτα σοκάκια, ανάμεσα σε τοίχους υγρούς, βαδίζω στους δρόμους της σιωπής. Μόνο ο ήχος των παπουτσιών μου ακούγεται, καθώς βηματίζω, ρυθμικός σαν παλλόμενη καρδιά κι αντηχεί παντού λόγω του ύψους των κτιρίων, θεριεύει, γίνεται τεράστιος και με ακολουθεί. Βαδίζω εγώ, βαδίζει κι εκείνος. Κι όσο κι αν τον ψάχνω, πουθενά. Άλλοτε κρύβεται πίσω από τις ροδόχρωμες προσόψεις των «παλάτσι», άλλοτε γαντζώνεται από τις σκοτεινές στοές και πότε πότε ξεχύνεται στις πλατείες και χάνεται στο πλήθος. Ενώνεται με άλλους ήχους, με τα γέλια και τις φωνές της «πασετζιάτα», τρυπώνει στα καφέ με τους πέτρινους θόλους, γίνεται ένα με εκείνους που μοιάζουν να εμπιστεύονται αυτούς τους ρυθμούς, που δεν φοβούνται όταν πέφτει η σιωπή, που ζουν μαζί της.
Η Περούτζια είναι μια πόλη με δύο όψεις, από τη μία ξεχασμένη στο χρόνο να διατηρεί τη μεσαιωνική καρδιά της, με τους ήσυχους ρυθμούς και τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα κι από την άλλη μια πόλη πολύχρωμη και φωτεινή, με τα μαγαζάκια κρυμμένα στις στοές γεμάτα φοιτητόκοσμο και με έναν σύγχρονο τρόπο ζωής που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από μία μεγαλούπολη. Η Περούτζια είναι η πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής της Ούμβρια με πληθυσμό 150.000 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός αυξάνει απότομα τις μέρες που διεξάγεται στην πόλη το φεστιβάλ της Ούμβρια Τζαζ, κάθε Ιούλιο τα τελευταία 32 χρόνια, με συμμετοχές από σημαντικά ονόματα της τζαζ από όλον τον κόσμο και για ακόμη μία φορά στα τέλη κάθε Οκτώβρη, όταν γίνεται η γιορτή της σοκολάτας, η «eurochocolate», μία μοναδική φέστα όπου μπορείς να βρεις κάθε είδους σοκολάτα- και φυσικά την τοπική perugina- στον κεντρικό πεζόδρομο της Κόρσο Βανούτσι, στο ιστορικό της κέντρο. Προσελκύει ένα μεγάλο αριθμό επισκεπτών σε μία «γλυκιά» γιορτή, όπου μέχρι και γλυπτά από σοκολάτα μπορείς να δεις να φιλοτεχνούνται επί τόπου, καθημερινά και για δέκα μέρες. Εκεί όχι μόνο χάνεις τη σιωπή, αλλά αρχίζεις να τη νοσταλγείς και να την αναζητάς πάλι και θα τη βρεις, εξερευνώντας την ιστορία της πόλης που χάνεται βαθιά στο χρόνο. Η Περούτζια ιδρύθηκε από τους Ουμβρικούς και αποτέλεσε ένα από τα δώδεκα προπύργια της ετρουσκικής συνομοσπονδίας και περιήλθε στη Ρώμη το 310 π.Χ. Υπήρξε ένα σημαντικό κέντρο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά καταστράφηκε από τον Τοτίλα το 548 μΧ. Αργότερα έγινε λομβαρδικό δουκάτο και ενεπλάκη σε συγκρούσεις με γειτονικές πόλεις, συντασσόμενη με τους φιλοπαπικούς. Το 1416 καταλήφθηκε από τον κοντοτιέρο Μπράτσο Φοντεμπράτσο και το 1540 περιήλθε στο παπικό κράτος. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στους αγώνες για την ένωση της Ιταλίας και τελικά περιελήφθη το 1860 στο ενιαίο ιταλικό κράτος.
Μια πόλη που βρίσκεται σε υψόμετρο 493 μέτρων, συνεχίζει να υψώνεται όσο προχωρώ προς την καρδιά της, δηλαδή προς το ιστορικό της κέντρο το οποίο οριοθετείται από το αρχαίο ετρουσκικό τείχος της του 13ου αιώνα. Οι σκάλες με βάζουν σε δοκιμασία, μια και απαγορεύεται η κυκλοφορία των οχημάτων, αλλά κι έτσι να μην ήταν, πάλι θα ήταν ανέφικτη ανάμεσα στα στενά σοκάκια του κέντρου. Ασανσέρ και κυλιόμενες σκάλες συμμαχούν με την επιθυμία μου να σκαρφαλώσω στο κέντρο, δίνοντας μία ξεχωριστή νότα με αυτήν τη μίξη των ιστορικών στοών και νέων κατασκευών που μπλέκονται ομοιόμορφα η μία μέσα στην άλλη, πετυχαίνοντας μία σύγχρονη και απόλυτα εξυπηρετική υποδομή. Ξεκινώντας από την Πιάτσα Παρτιτζάνι όπου βρίσκεται ο σταθμός των λεωφορείων, αρκετά πιο πάνω από τον σιδηροδρομικό σταθμό κι ενώ έχω αφήσει πίσω μου τα καινούρια προάστια και τη βιομηχανική περιοχή, έχω την πρώτη εντύπωση της μεσαιωνικής της όψης χρησιμοποιώντας τις κυλιόμενες σκάλες της μέσα που περνούν μέσα από το φρούριο της Ρόκκα Παολίνα και φτάνω στην Πιάτσα Ιτάλια. Από εκεί θα πάρω μια πρώτη εντύπωση θαυμάζοντας το πανόραμα στα ανατολικά της πόλης. Διακρίνονται τα καμπαναριά της Σάντα Τζουλιάνα, του Σαν Ντομένικο και της μεγαλύτερης εκκλησίας της Περούτζια, του Σαν Πιέτρο. Από την άλλη πλευρά της Πιάτσα Ιτάλια , κι ενώ βρίσκομαι πια στο ψηλότερο σημείο του κέντρου, μπροστά μου απλώνεται ο κεντρικός πεζόδρομος της Κόρσο Βανούτσι, κατάμεστος από κόσμο. Λέω να κάνω μια στάση στο βιεννέζικο καφέ «Σάντρι» και μπαίνω στον πειρασμό να αγοράσω σοκολάτες! Στη βιτρίνα έχει κάτι γλυκά που μοιάζουν με έργα τέχνης. Τα πραγματικά έργα τέχνης όμως βρίσκονται απέναντι, στην Εθνική Πινακοθήκη της Ούμπρια που στεγάζεται στο Παλάτσο ντει Πριόρι, το οποίο, με τη συμπαγή αρχιτεκτονική μορφή του σε ρυθμό γοτθικό, υπήρξε η πρώτη κατοικία της πολιτικής άρχουσας τάξης.
Η Περούτζια ήταν το κέντρο της μεγάλης ουμβρικής σχολής ζωγραφικής, η οποία άκμασε τον 15οαιώνα. Πυρήνας της ο Πιέτρο ντι Κριστόφορο Βανούτσι, γνωστός ως «Περουτζίνο», μαθητής του Πιέτρο ντελα Φρανσέσκα και δάσκαλος του Ραφαήλ. Το γνωστότερο έργο του «Η παράδοση των κλειδιών στον Άγιο Πέτρο», νωπογραφία που κοσμεί την Κάπελα Σιστίνα στο ανάκτορο του Βατικανού και που φιλοτέχνησε ο Περουτζίνο το 1481-2 για λογαριασμό του πάπα Σίξτου Δ, είναι έργο της πρώιμης περιόδου του και προαναγγέλλει τα ιδανικά της ώριμης αναγέννησης. Μία απλή και σαφής διάταξη στη σύνθεση αποκαλύπτει το κέντρο της αφηγηματικής δράσης. Η δεκαετία 1490-1500 είναι η ώριμη περίοδος του έργου του, όπου και έφτασε στο αποκορύφωμα της τέχνης του. «Το όραμα του Αγίου Βερνάρδου», «η Παναγία με τους Αγίους», η «Πιετά» είναι χαρακτηριστικά έργα της περιόδου. Ανθρώπινες μορφές που θυμίζουν γλυπτά, αρχιτεκτονικά στοιχεία και τοπίο που τοποθετούνται σε μία βαθμιαία διαδοχή επιπέδων. Επίσης, την περίοδο αυτή ζωγραφίζει την γνωστότερη προσωπογραφία του, εκείνη του Φραντζέσκο ντελε Όπερε, όπου είναι φανερό ότι είναι γνώστης της φλαμανδικής προσωπογραφίας και αποδεικνύει την ικανότητά του να διεισδύει στην ατομικότητα του προσώπου. Ο Περουτζίνο πέθανε το 1523 από πανώλη, ενώ ζωγράφιζε το τελευταίο του έργο, τη νωπογραφία της «Γέννησης» στο Φοντιάνο. Έργα του Περουτζίνο στεγάζονται στην Εθνική Πινακοθήκη μεταξύ άλλων καλλιτεχνών της σχολής της Ούμβρια, Ντούκιο ντι Μπονισένα, Μπενεντέτο Μπονφίλι, Πιντουρίκιο, Τζοβάνι ντι Μπονίνο, Αμπρότζιο Μαιτάνι, Αγκοστίνο ντι Ντούκιο κ.α. Μία αυτοπροσωπογραφία του Περουτζίνο βρίσκεται στο Κολλέτζιο ντελ Κάμπιο ένα κτίριο που θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ως χρηματιστήριο της εποχής, γεγονός που φανερώνει την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Ο περίπατός μου καταλήγει στην πλατεία της 4ης Νοεμβρίου. Η Φοντάνα Ματζόρε, μία εξαιρετική κρήνη του Φρα Μπεβινιάτε, διακοσμημένη με γλυπτά των Νικόλα και Τζιοβάνι Πιζάνο, αποτελεί σταθερό σημείο συνάντησης. Τόπος ραντεβού και χαλάρωσης στις ζεστές μέρες είναι επίσης τα σκαλιά του καθεδρικού ναού Σαν Λορέντζο, που άρχισε να κατασκευάζεται από το 1300 υπό την εποπτεία του Φρα Μπεβινάντε. Στην πλευρά που αντικρίζει την πλατεία υπάρχει η Λότζια ντι Μπράτσια, πρώιμης αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και μία στήλη με το χάλκινο άγαλμα του Ιουλίου Γ, που φιλοτεχνήθηκε από τον Βιτσέντο Ντάντι για να γιορταστεί η ενθρόνιση του Πάπα. Στο εσωτερικό υπάρχει μεγάλη συλλογή από εκκλησιαστικά έγγραφα, χειρόγραφα και έργα τέχνης.
Πολύ κοντά βρίσκεται η Ουνιβερσιτά Βέκια, το πανεπιστήμιο της Περούτζια που έχει τη δική του ιστορία στην ιστορία της πόλης. Ιδρύθηκε από μία ομάδα φοιτητών που αποχώρησαν από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια στα 1200. Το 1308 αναγνωρίστηκε από τον πάπα Κλήμη Ε ως «stadiumgeneralle» δηλαδή μορφωτικό ίδρυμα που δεχόταν σπουδαστές από όλη την Ευρώπη και παρείχε πτυχίο καθολικά αναγνωρισμένο. Μετά την προσάρτηση των παπικών κτίσεων στο Βασίλειο της Ιταλίας, το πανεπιστήμιο έγινε αυτόνομο. Σήμερα η Περούτζια διατηρεί αυτήν την παράδοση της κι αποτελεί πόλο έλξης φοιτητών από όλο τον κόσμο, στις σχολές φιλολογίας, φιλοσοφίας, πολιτικών και οικονομικών επιστημών, κτηνιατρικής, γεωπονίας, φαρμακολογίας, φυσικής, βιολογίας και καλών τεχνών που η παρουσία τους είναι αισθητή και κρατά ζωηρό και νεανικό το σφυγμό της πόλης.
Κατηφορίζοντας την Βία Άππια, ένα ακόμη κομμάτι της πόλης εμφανίζεται μπροστά μου, όπου ξεχωρίζει η κυκλική εκκλησία του Σαν Άντζελο και η εντυπωσιακή κόκκινη μπαρόκ Μόντε Μορτσίνο Νουόβο. Σε λίγο φτάνω στην Πιάτσα Φοντεμπράτσια, όπου βρίσκεται η επιβλητική ετρουσκική αψίδα Άρκο Ετρούσκο κι απέναντι της το ξεχωριστό Παλάτσο Αντίνορι του 18ου αιώνα, σε σχέδιο του Φραντζέσκο Μπράνκι, που στεγάζει σήμερα το πανεπιστήμιο εκμάθησης της Ιταλικής για ξένους φοιτητές. Από εδώ, μπορώ να επιλέξω δύο κατευθύνσεις, που η μία οδηγεί στον Σαν Αγκοστίνο και η άλλη στην Σάντα Μαρία Νουόβα και στην Πόρτα Πέζα. Στοά μέσα στη στοά είναι σαν να εξερευνείς ξανά και ξανά δρόμους που έχεις ήδη περιπλανηθεί και τούτο είναι που κρατά το ενδιαφέρον σου ζωηρό, ένας παιχνιδιάρης λαβύρινθος που σε μαγεύει και σε οδηγεί άλλοτε μέσα στην αγορά, στα τρυπωμένα μέσα στις στοές ρεστοράν, κι άλλοτε στα υπαίθρια παζάρια των Μαροκινών που η πραμάτεια τους χρωματίζει κατά μήκος τα ατελείωτα σκαλιά. Ο κόσμος είναι ήρεμος και φαίνεται ανθεκτικός, έτσι δηλαδή όπως ταιριάζει στους ανθρώπους μιας πόλης που βρίσκεται περιτριγυρισμένη από βουνά.
Ένάς ακόμη περίπατος κατά μήκος της Κόρσο Καβούρ οδηγεί σε εκείνο το κομμάτι της πόλης που ατένιζα πιο πριν από ψηλά, από την Πιάτσα Ιτάλια. Συναντώ τον Σαν Ντομένικο, μία γοτθική εκκλησία που το σχέδιο της χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την οικοδόμηση του καθεδρικού Σαν Λορέντζο. Περιλαμβάνει τον μνημειώδη τάφο του πάπα Βενεδίκτου ΙΑ, ενώ η παλιά μονή στεγάζει κρατικά αρχεία καθώς και την αξιόλογη συλλογή του ετρουσκορωμαικού μουσείου. Συνεχίζοντας περνώ κάτω από την Πόρτα Πιέτρο, ένα κομψοτέχνημα αναγεννησιακής περιόδου όπου ξεχωρίζουν τα κορινθιακού τύπου κιονόκρανα, και φτάνω στην εκκλησία του Σαν Πιέτρο, ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων του 10ου αιώνα με μία πλούσια διακόσμηση από νωπογραφίες κι άλλα έργα των Αντόνιο Βασιλάτσι, Σάσσο Φεράτο, Γκουίντο Ρένι, Περουτζίνο, Ντάντι και Ραφαέλ.
Η λίμνη Τρασιμέντο, το βουνό Σουμπάζιο με τα άγρια υψίπεδά του, καθώς και οι γειτονικές πόλεις και τα γραφικά χωριά ολοκληρώνουν το γοητευτικό πάζλ του ταξιδιού. Κάπου κάπου, τις χειμωνιάτικες μέρες, μία αφράτη ομίχλη σκεπάζει ολόκληρη την πόλη, τόσο πυκνή που είναι σαν να περπατάς ανάμεσα στα σύννεφα. Περιπλανιέσαι μέσα της σαν να βρίσκεσαι σε μίαν άλλη διάσταση και τα πάντα ξεπροβάλλουν μπροστά σου σαν μυστικά που σου αποκαλύπτονται ξαφνικά. Μοιάζει με κάτι προσωπικές στιγμές εσωτερικής αναζήτησης που θέτεις στον εαυτό σου τα πιο βασικά ερωτήματα, ανιχνεύοντας τις απαντήσεις σε ένα αιθέριο, μυστηριώδες λευκό. Τα κτίρια κρύβουν τον όγκο τους πίσω από την πυκνή αυτή ομίχλη και οι κοιλάδες της Ούμπρια, που πριν άφηνες το βλέμμα σου να χαθεί στα χρώματά τους από τα ψηλότερα σημεία της πόλης, τώρα θυμίζουν ουρανό που μέσα του ταξιδεύεις. Ίσως η πτήση της επιστροφής, που θα αφήσει πίσω της τους υγρούς τοίχους των παλάτσι να συνεχίζουν να αναπνέουν στο χρόνο, βιώνοντας την αθανασία.
Ξένια Παπαδημητρίου
Ότι πιο όμορφο έχω διαβάσει. και πόσο αληθινό. Έτσι ακριβώς είναι η Περουτζια. Συνεχίζει να αναπνεει μέσα σου και αφού έχεις φύγει..../.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Τ. 16